Achado στα ελληνικά

Μετάφραση: achado, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύρημα, ανεύρεση, βρίσκω, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί
Achado στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acessórios στα ελληνικά - αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά
  • acetinar στα ελληνικά - ημερολόγιο, μάγγανο, κατακρεουργώ, ξεσχίζω, μάγγανου, σιδερωτήριο
  • achar στα ελληνικά - σκέφτομαι, ανακαλύπτω, πιστεύω, θεωρώ, παραδόπιστος, νομίζω, σκέπτομαι, ...
  • achatar στα ελληνικά - ισιώνω, ισοπεδώνω, κολακεύω, ισιώστε, ισοπεδώσουν, ισιώσει, ισοπέδωση
Τυχαίες λέξεις
Achado στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύρημα, ανεύρεση, βρίσκω, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί