Acolá στα ελληνικά
Μετάφραση: acolá, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εσείς, εκεί, σας, εσύ, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει
Μεταφράσεις
- acolhida στα ελληνικά - αποδοχή, υιοθέτηση, υιοθεσία, καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, ευπρόσδεκτη, Καλώς ήρθατε, ...
- acolhimento στα ελληνικά - υιοθεσία, υιοθέτηση, αποδοχή, καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, ευπρόσδεκτη, Καλώς ήρθατε, ...
- acometer στα ελληνικά - ριψοκινδυνεύω, αντίπαλος, προσπάθεια, παραμύθι, βιαιοπραγία, προσπαθώ, τρέχω, ...
- acomodar στα ελληνικά - στεγάζω, περίοδο, προσαρμόζω, διασκευάζω, φτιάχνω, τοποθετώ, νοστιμίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Acolá στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εσείς, εκεί, σας, εσύ, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει
Μεταφράσεις: εσείς, εκεί, σας, εσύ, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει