Acorrentar στα ελληνικά

Μετάφραση: acorrentar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καδένα, αλυσίδα, δεσμεύω, πεδικλώνω, Fetter
Acorrentar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acorde στα ελληνικά - συγχορδία, ξυπνώ, ξυπνήστε, ξυπνήσει, ξυπνήσουν, ξυπνήσετε, ξυπνούν
  • acordo στα ελληνικά - συμφωνία, συμμόρφωση, συγκατάθεση, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
  • acossar στα ελληνικά - ασχολία, κυνηγώ, ασκώ, επιδιώκω, καταδίωξη, επίτευγμα, παγανίζω, ...
  • acostar στα ελληνικά - συμφωνώ, πλευρίζω, accost, πλησίαζα, πλησιάζω και αποτείνομαι
Τυχαίες λέξεις
Acorrentar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καδένα, αλυσίδα, δεσμεύω, πεδικλώνω, Fetter