Αλυσίδα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αλυσίδα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cadeia, acorrentar, corrente, cadeia de, da cadeia, de cadeia
Αλυσίδα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλυσίδα

αλυσίδα φούρνων, αλυσίδα σπύρου, αλυσίδα αλυσοπρίονου, αλυσίδα σπύρου αρτοποιεια, αλυσίδα ελβιέλα, αλυσίδα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αλυσίδα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αλουμινόχαρτο στα πορτογαλικά - folha de prata, da folha de prata, na folha de prata, a folha de prata, de folha de prata
  • αλτρουιστής στα πορτογαλικά - altruísta, altruist, altruístas, altruísmo, altruista
  • αλυσίδα στα πορτογαλικά - cadeia, acorrentar, corrente, cadeia de, da cadeia, de cadeia
  • αλφάβητο στα πορτογαλικά - alfabeto, abs, alphabet, do alfabeto, alfabeto de
  • αλφαβητικός στα πορτογαλικά - alfabético, alfabética, ordem alfabética, alfabéticos
Τυχαίες λέξεις
Αλυσίδα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cadeia, acorrentar, corrente, cadeia de, da cadeia, de cadeia