Adesivo στα ελληνικά

Μετάφραση: adesivo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλλα, κολλητική, συγκολλητικό, συγκολλητική, κόλλας
Adesivo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adequar στα ελληνικά - προσαρμόζω, ρυθμίζω, κοστούμι, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, κουστούμι
  • aderir στα ελληνικά - εμμένω, κολλώ, προσκολλώμαι, τηρούν, να τηρούν, προσκολλώνται, συμμορφώνονται, ...
  • adestrar στα ελληνικά - άμαξα, γνώρισμα, αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, χαρακτηριστικό, προπονητής, τρένο, ...
  • adesão στα ελληνικά - εμμονή, δεσμός, συνδέω, συγκολλώ, προσκόλληση, ένταξη, προσχώρηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Adesivo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλλα, κολλητική, συγκολλητικό, συγκολλητική, κόλλας