Ainda στα ελληνικά

Μετάφραση: ainda, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γαλήνιος, ήρεμος, ξανά, άλλωστε, παραγωγή, επίσης, επιπλέον, διεγείρω, σοδειά, πάλι, παρομοίως, ωστόσο, και, ακίνητος, ακόμα, ακόμη, αλλά, έχει ακόμα, όμως
Ainda στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aguçar στα ελληνικά - οξυδέρκεια, στυφότητα, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
  • agência στα ελληνικά - υπηρεσία, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
  • ajeitar στα ελληνικά - περίοδος, φτιάχνω, διασκευάζω, νοστιμίζω, περίοδο, προσαρμόζω, τακτοποιώ, ...
  • ajoelhar στα ελληνικά - γονατίζω, γονατίσει, γονατίζουν, γονατίσουν, γονατίσω
Τυχαίες λέξεις
Ainda στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γαλήνιος, ήρεμος, ξανά, άλλωστε, παραγωγή, επίσης, επιπλέον, διεγείρω, σοδειά, πάλι, παρομοίως, ωστόσο, και, ακίνητος, ακόμα, ακόμη, αλλά, έχει ακόμα, όμως