Ajuizado στα ελληνικά

Μετάφραση: ajuizado, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φασκομηλιά, σοφός, φασκόμηλο, συνετός, φρόνιμος, σοφό, σοφή, συνετό, σοφοί
Ajuizado στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ajudante στα ελληνικά - εξυπηρετικός, βοηθός, βοηθητικών, βοηθητικά, βοηθητικό, βοηθητικού
  • ajudar στα ελληνικά - αρωγή, υπηρετώ, υποβοηθώ, βοηθώ, βοηθός, βοήθεια, επικουρία, ...
  • ajuizar στα ελληνικά - αξιολογώ, εκτιμώ, αναλογία, υπολογίζω, τιμή, δικαστής, δικαστή, ...
  • ajuntar στα ελληνικά - μαζεύω, μαζεύομαι, συγκέντρωση, συγκεντρώνομαι, περισυλλέγω, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Ajuizado στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φασκομηλιά, σοφός, φασκόμηλο, συνετός, φρόνιμος, σοφό, σοφή, συνετό, σοφοί