Amortecer στα ελληνικά
Μετάφραση: amortecer, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαξιλάρι, έθιμο, μαξιλαριού, μαξιλαράκι, μαξιλάρι του, μαξιλαριού του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amoreira στα ελληνικά - μούρο, μουριά, μουριάς, μουριές, μουριών
- amortecedor στα ελληνικά - ασπίδα, προφυλακτήρας, αποσβεστήρας, αποσβεστήρα, απόσβεσης, αμορτισέρ, κλαπέτο απομονώσεως
- amortizar στα ελληνικά - ξεπληρώνω με δόσεις, αποσβέσει, αποσβέσουν, αποσβέσουν τις, την απόσβεση
- amostra στα ελληνικά - δοκιμάζω, γεύομαι, δείγμα, άμμος, δείγματος, του δείγματος, δειγμάτων, ...
Τυχαίες λέξεις
Amortecer στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαξιλάρι, έθιμο, μαξιλαριού, μαξιλαράκι, μαξιλάρι του, μαξιλαριού του
Μεταφράσεις: μαξιλάρι, έθιμο, μαξιλαριού, μαξιλαράκι, μαξιλάρι του, μαξιλαριού του