Após στα ελληνικά

Μετάφραση: após, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περασμένος, παρελθόν, μετά, μεταγενέστερα, έπειτα, κατόπιν, μετά από, μετά την, αφού, από
Após στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apêndice στα ελληνικά - παράρτημα, προσάρτημα, προσαρτήματος, το παράρτημα, του προσαρτήματος
  • apólice στα ελληνικά - κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, πολιτική, πολιτικής, την πολιτική, της πολιτικής, ...
  • apóstrofe στα ελληνικά - αποστροφή, απόστροφος, απόστροφο, αποστρόφου, την απόστροφο
  • aquecedores στα ελληνικά - θερμαντήρες, θερμοσίφωνες, θερμάστρες, θερμαντήρων, θερμαντικές συσκευές
Τυχαίες λέξεις
Após στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περασμένος, παρελθόν, μετά, μεταγενέστερα, έπειτα, κατόπιν, μετά από, μετά την, αφού, από