Κατόπιν στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατόπιν, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
subsequente, subsequentemente, após, depois, depois de, após a, após o
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατόπιν
κατόπιν της τηλεφωνικής μας επικοινωνίας, κατόπιν τούτου, κατόπιν παραγγελίας, κατόπιν συνεννοήσεως, κατόπιν τηλεφωνικής μας επικοινωνίας, κατόπιν λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατόπιν στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κατσουφιάζω στα πορτογαλικά - humilhar, Lour, fazer cara feia, ameaçar tempestade
- κατωτερότητα στα πορτογαλικά - inferioridade, de inferioridade, a inferioridade
- κατώτερος στα πορτογαλικά - júnior, secundária, juniores, Junior, subalterno
- καυγάς στα πορτογαλικά - altercar, barulho, certificado, discussão, quantidade, porfiar, disputa, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατόπιν στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: subsequente, subsequentemente, após, depois, depois de, após a, após o
Μεταφράσεις: subsequente, subsequentemente, após, depois, depois de, após a, após o