Aperfeiçoar στα ελληνικά
Μετάφραση: aperfeiçoar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέλειος, τελειοποίηση, τελειοποιώ, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Μεταφράσεις
- apenas στα ελληνικά - εκφοβίζω, αλλά, δικαιοσύνη, μόλις, τρομάζω, απλά, δίκαιος, ...
- apenso στα ελληνικά - παρακείμενος, προσκείμενος, διπλανός, κοντινός, συνημμένο, επισυνάπτεται, συνημμένη, ...
- apertado στα ελληνικά - αγκαλιάζω, σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
- apertar στα ελληνικά - αγκαλιάζω, πρεσάρω, τεράστιος, πελώριος, πιέζω, σφίξτε, σφίξετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Aperfeiçoar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέλειος, τελειοποίηση, τελειοποιώ, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Μεταφράσεις: τέλειος, τελειοποίηση, τελειοποιώ, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν