Τελειοποίηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: τελειοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ídolo, perfeito, perfeição, são, aperfeiçoar, a perfeição, aperfeiçoamento
Τελειοποίηση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τελειοποίηση

τελειοποίηση συνώνυμα, τελειοποίηση προς επανεξαγωγή, παθητική τελειοποίηση, ενεργητική τελειοποίηση, τελειοποίηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τελειοποίηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • τελείως στα πορτογαλικά - verdadeiramente, infalivelmente, impreterivelmente, absolutamente, deveras, completamente, totalmente, ...
  • τελείωσε στα πορτογαλικά - sobre, forno, mais, acabado, terminado, acabados, acabada, ...
  • τελειοποιώ στα πορτογαλικά - perfeito, aprimorado, puro, são, aperfeiçoar, castiço, masterização, ...
  • τελειώνω στα πορτογαλικά - extremidade, revestimento, dedo, encerrar, ultimar, fim, terminar, ...
Τυχαίες λέξεις
Τελειοποίηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ídolo, perfeito, perfeição, são, aperfeiçoar, a perfeição, aperfeiçoamento