Aquecimento στα ελληνικά

Μετάφραση: aquecimento, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζέστη, ζεσταίνω, θερμαίνω
Aquecimento στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aquecedores στα ελληνικά - θερμαντήρες, θερμοσίφωνες, θερμάστρες, θερμαντήρων, θερμαντικές συσκευές
  • aquecer στα ελληνικά - ζεσταίνω, θερμαίνω, ζέστη, ζέσταμα, ζεσταθεί, προθέρμανση, προθέρμανσης, ...
  • aquela στα ελληνικά - που, εκείνος, ότι, ότι η, ώστε, ότι οι
  • aquele στα ελληνικά - εκείνος, που, ότι ένα, ότι μία, ότι ένας, ότι μια, ότι κάποιος
Τυχαίες λέξεις
Aquecimento στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζέστη, ζεσταίνω, θερμαίνω