Artesão στα ελληνικά
Μετάφραση: artesão, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεχνίτης, τεχνίτη, μάστορα, μάστορας, τεχνίτες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- artelho στα ελληνικά - αστράγαλος, αστράγαλο, αστραγάλου, αστραγάλων, στον αστράγαλο
- artesanato στα ελληνικά - χειροτεχνία, χειροτεχνίας, βιοτεχνίας, χειροτεχνήματα, βιοτεχνία
- articular στα ελληνικά - ευκρινής, έναρθρος, αρθρικός, αρθρικού, αρθρικό, αρθρική, αρθρικής
- articulação στα ελληνικά - κοινός, γόμφος, άρθρωση, κοψίδι, άρθρωσης, διάρθρωση, αρθρώσεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Artesão στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεχνίτης, τεχνίτη, μάστορα, μάστορας, τεχνίτες
Μεταφράσεις: τεχνίτης, τεχνίτη, μάστορα, μάστορας, τεχνίτες