Asfalto στα ελληνικά

Μετάφραση: asfalto, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
Asfalto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asco στα ελληνικά - σίχαμα, απέχθεια, σιχαμάρα, απέχθειας, απαίχθεια, την απέχθεια
  • asfaltar στα ελληνικά - ναύτης, αργός, κατράμι, καθυστερημένος, πίσσα, άσφαλτο, ασφάλτου, ...
  • asilo στα ελληνικά - άσυλο, καταφύγιο, ασυλία, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου
  • asno στα ελληνικά - πόρτα, γάιδαρος, κώλος, κώλο, τον κώλο, γάιδαρο
Τυχαίες λέξεις
Asfalto στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική