Autóctone στα ελληνικά

Μετάφραση: autóctone, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γηγενής, ντόπιος, ιθαγενής, αυτόχθονη, αυτόχθων, αυτόχθονες, αυτόχθονης, αυτόχθονα
Autóctone στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autorize στα ελληνικά - να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
  • autêntico στα ελληνικά - γνήσιος, αυθεντικός, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, μόνο αυθεντικό
  • autónomo στα ελληνικά - αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
  • auxiliador στα ελληνικά - βοηθός, βοηθητικών, βοηθητικά, βοηθητικό, βοηθητικού
Τυχαίες λέξεις
Autóctone στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γηγενής, ντόπιος, ιθαγενής, αυτόχθονη, αυτόχθων, αυτόχθονες, αυτόχθονης, αυτόχθονα