Autóctone στα ελληνικά
Μετάφραση: autóctone, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γηγενής, ντόπιος, ιθαγενής, αυτόχθονη, αυτόχθων, αυτόχθονες, αυτόχθονης, αυτόχθονα
![Autóctone στα ελληνικά Autóctone στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-pt-gr-990.png)
Μεταφράσεις
- autorize στα ελληνικά - να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
- autêntico στα ελληνικά - γνήσιος, αυθεντικός, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, μόνο αυθεντικό
- autónomo στα ελληνικά - αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
- auxiliador στα ελληνικά - βοηθός, βοηθητικών, βοηθητικά, βοηθητικό, βοηθητικού
Τυχαίες λέξεις
Autóctone στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γηγενής, ντόπιος, ιθαγενής, αυτόχθονη, αυτόχθων, αυτόχθονες, αυτόχθονης, αυτόχθονα
Μεταφράσεις: γηγενής, ντόπιος, ιθαγενής, αυτόχθονη, αυτόχθων, αυτόχθονες, αυτόχθονης, αυτόχθονα