Γηγενής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: γηγενής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aborígene, indígena, nativo, autóctone, indígenas, indígeno, nativa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γηγενής
γηγενής wikipedia, γηγενής συνώνυμο, άπας γηγενής, γηγενής ομιλητής, γηγενήσ ετυμολογία, γηγενής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γηγενής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- γεύση στα πορτογαλικά - gostar, tasmânia, gosto, sabor, paladar, gostos, bom gosto
- γη στα πορτογαλικά - solos, sério, chão, base, encaixar, país, terras, ...
- για στα πορτογαλικά - quase, por, aproximadamente, sobre, pelos, durante, pela, ...
- γιαγιά στα πορτογαλικά - avó, avô, a avó, da avó
Τυχαίες λέξεις
Γηγενής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aborígene, indígena, nativo, autóctone, indígenas, indígeno, nativa
Μεταφράσεις: aborígene, indígena, nativo, autóctone, indígenas, indígeno, nativa