Autorizações στα ελληνικά

Μετάφραση: autorizações, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσία, αυθεντία, κύρος, άδειες, εγκρίσεων, αδειών, εγκρίσεις, οι άδειες
Autorizações στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autorizarão στα ελληνικά - να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
  • autorização στα ελληνικά - ένταλμα, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, αδείας
  • autorize στα ελληνικά - να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
  • autêntico στα ελληνικά - γνήσιος, αυθεντικός, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, μόνο αυθεντικό
Τυχαίες λέξεις
Autorizações στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσία, αυθεντία, κύρος, άδειες, εγκρίσεων, αδειών, εγκρίσεις, οι άδειες