Avó στα ελληνικά

Μετάφραση: avó, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γιαγιά, βαβά, τη γιαγιά, η γιαγιά, γιαγιάς, της γιαγιάς
Avó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • avulso στα ελληνικά - ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
  • avultar στα ελληνικά - αυξάνομαι, μεγαλώνω, αργαλειός, αργαλειό, αργαλειού, δεσπόζουν, ξεπροβάλλουν
  • avô στα ελληνικά - βαβά, παππούς, γιαγιά, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
  • azedo στα ελληνικά - οξύς, ξινός, οξύ, ξινή, ξινό, ξινά, κρέμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Avó στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γιαγιά, βαβά, τη γιαγιά, η γιαγιά, γιαγιάς, της γιαγιάς