Censurar στα ελληνικά
Μετάφραση: censurar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέμψη, λογοκρίνω, κατακρίνω, ψέγω, λογοκριτής, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cena στα ελληνικά - σκηνή, τοπίο, σκηνής, σκηνικό, προσκήνιο, τόπο
- cenoura στα ελληνικά - καρότο, καρότου, καρότα, καρότων, το καρότο
- censurável στα ελληνικά - απαράδεκτος, απαράδεκτο, ανάρμοστο, απαράδεκτες, απαράδεκτη
- centeio στα ελληνικά - σίκαλη, θυσία, θυσιάζω, σίκαλης, σικάλεως, τη σίκαλη, σίκαλης που
Τυχαίες λέξεις
Censurar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέμψη, λογοκρίνω, κατακρίνω, ψέγω, λογοκριτής, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
Μεταφράσεις: μέμψη, λογοκρίνω, κατακρίνω, ψέγω, λογοκριτής, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν