Cerco στα ελληνικά
Μετάφραση: cerco, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίφραξη, εσώκλειστο, μάντρα, περίφραγμα, πολιορκία, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό, πολιορκητικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cercanias στα ελληνικά - περίχωρα, περιβάλλον, γειτονιά, γειτονίας, περιοχή, γειτονιάς, συνοικία
- cercar στα ελληνικά - περίχωρα, περιβάλλον, πλαισιώνω, περικυκλώνω, πλαισίωση, surround, περιβάλλοντος, ...
- cerda στα ελληνικά - ανατριχιάζω, τρίχα, γουρουνότριχα, τριχών, τρίχες, τρίχας
- cereais στα ελληνικά - δημητριακά, δημητριακό, κόκκος, σπυρί, cereals
Τυχαίες λέξεις
Cerco στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίφραξη, εσώκλειστο, μάντρα, περίφραγμα, πολιορκία, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό, πολιορκητικές
Μεταφράσεις: περίφραξη, εσώκλειστο, μάντρα, περίφραγμα, πολιορκία, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό, πολιορκητικές