Λέξη: ποιότητα
Σχετικές λέξεις: ποιότητα
ποιότητα υπηρεσιών και μέτρηση ικανοποίησης του πελάτη, ποιότητα στην εκπαίδευση, ποιότητα υπηρεσιών, ποιότητα ωαρίων, ποιότητα ζωής, ποιότητα και οικονομία, ποιότητα συνώνυμα, ποιότητα υπηρεσιών υγείας, ποιότητα ζωής ασθενών με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, ποιότητα νερού
Συνώνυμα: ποιότητα
ποιότης, ιδιότης, ιδιότητα, αρετή, περιωπή
Μεταφράσεις: ποιότητα
ποιότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
quality, quality of, the quality
ποιότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cualidad, calidad, la calidad, de calidad, calidad de, calidad del
ποιότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
güte, beschaffenheit, charakter, qualität, eigenschaft, Qualität, Qualitäts, hochwertige, hochwertigen
ποιότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caractère, attribut, cachet, propriété, acabit, qualité, sorte, aloi, la qualité, de qualité, qualité de
ποιότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
qualità, carattere, pregio, di qualità, la qualità, della qualità, qualità di
ποιότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
índole, predicado, carácter, qualidade, temperamento, habilitar, de qualidade, qualidade de, a qualidade, da qualidade
ποιότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aard, allooi, geaardheid, kwaliteit, karakter, eigenschap, letter, de kwaliteit, kwaliteit van, hoge kwaliteit, van hoge kwaliteit
ποιότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
драматизм, класс, добротность, качество, тембр, особенность, род, свойство, знать, достоинство, характер, господа, размол, сорт, качества, качеством, качеству
ποιότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kvalitet, karakter, beskaffenhet, egenskap, kvaliteten, kvalitets
ποιότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
karaktär, kvalificera, tecken, egenskap, kvalitet, kvaliteten, kvalitets
ποιότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laadukas, laatu, avu, laatua, laadun, laatuun, laadusta
ποιότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
egenskab, kvalitet, kvaliteten
ποιότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jakost, charakter, kvalita, vlastnost, přednost, postavení, kvalitní, kvality, jakosti, kvalitu
ποιότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przymiot, właściwość, jakość, gatunek, cecha, jakości, jakością, wysokiej jakości
ποιότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
minőség, minőségű, minőségi, minősége, minőségének
ποιότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özellik, nitelik, karakter, kalite, kaliteli, kalitesi, kalitede, kalitesini
ποιότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
якості, якість
ποιότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cilësi, cilësi të, të cilësisë, cilësia, me cilësi
ποιότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
качество, качеството, на качеството, качеството на, качество на
ποιότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязковасьць, якасць, якасці
ποιότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kvaliteet, omadus, headus, kvaliteedi, kvaliteediga, kvaliteeti, kvaliteedile
ποιότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kakvoća, kvalitativnih, kvalitete, kvaliteta, kvalitetu, kvalitetom, kvalitetne
ποιότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gæði, gæðum, góða
ποιότητα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
qualitas
ποιότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
charakteris, asmenybė, rūšis, kokybė, kokybės, kokybę, kokyb, klasės
ποιότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
personība, labums, kvalitāte, raksturs, kvalitātes, kvalitāti, kvalitātei, kvalitatīvs
ποιότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
квалитет, квалитетот, квалитетот на, квалитет на, квалитетни
ποιότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
caracter, calitate, calității, calitatea, de calitate, calitatii
ποιότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kakovost, jakost, kakovosti, kvaliteta, kakovostno
ποιότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stupeň, kvalita, kvality, kvalitu, Hodnotenie kvality