Confiscar στα ελληνικά
Μετάφραση: confiscar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- confirmação στα ελληνικά - επιβεβαίωση, επιβεβαίωσης, την επιβεβαίωση, επιβεβαίωση της, βεβαίωση
- confirme στα ελληνικά - επιβεβαιώνω, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε
- confiscação στα ελληνικά - σπασμός, αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, κατάσχεση, δήμευση, δήμευσης, τη δήμευση, ...
- confissão στα ελληνικά - εξομολόγηση, ομολογία, ομολογίας, την ομολογία, εξομολόγησης
Τυχαίες λέξεις
Confiscar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Μεταφράσεις: δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν