Consertar στα ελληνικά
Μετάφραση: consertar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκευάζω, επισκευή, φτιάχνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Μεταφράσεις
- consequentemente στα ελληνικά - άραγε, συνεπώς, θερμόμετρο, επομένως, κατά συνέπεια
- consequência στα ελληνικά - τεύχος, άθλημα, συνέπεια, γεγονός, επίπτωση, αποτέλεσμα, έκβαση, ...
- conservador στα ελληνικά - συντηρητικός, συντηρητική, συντηρητικές, συντηρητικό, συντηρητικών
- conservar στα ελληνικά - συντηρώ, εξακολουθώ, διατηρώ, διατείνομαι, διασώζω, υποστηρίζω, κρατώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Consertar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκευάζω, επισκευή, φτιάχνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Μεταφράσεις: επισκευάζω, επισκευή, φτιάχνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει