Crescimento στα ελληνικά
Μετάφραση: crescimento, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εχέγγυο, αντίκρισμα, εγγύηση, όγκος, ανάπτυξη, εγγυώμαι, αύξηση, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- crer στα ελληνικά - κρίνω, πιστεύω, βαθύς, θεωρώ, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, ...
- crescer στα ελληνικά - αυξάνομαι, μεγαλώνω, μεγαλώνουν, μεγαλώσουν, μεγαλώσει, μεγαλώσω
- criada στα ελληνικά - υπηρετώ, ταχυδρομείο, ταχυδρομώ, υπηρέτρια, υπηρέτης, καμαριέρα, καμαριέρας, ...
- criado στα ελληνικά - βοήθεια, επικουρία, τραπεζοκόμος, βοηθός, αρωγή, αγόρι, υπηρέτης, ...
Τυχαίες λέξεις
Crescimento στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εχέγγυο, αντίκρισμα, εγγύηση, όγκος, ανάπτυξη, εγγυώμαι, αύξηση, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης
Μεταφράσεις: εχέγγυο, αντίκρισμα, εγγύηση, όγκος, ανάπτυξη, εγγυώμαι, αύξηση, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης