Αντίκρισμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αντίκρισμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
segurança, afiançar, seguro, crescimento, garantir, garantia, que vale a pena, pena, de valor, vale a pena, interessante
Αντίκρισμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντίκρισμα

έχει αντίκρισμα, αντίκρισμα english, αντίκρισμα συνώνυμο, αντίκρισμα σημασια, αντίκρισμα σε χρυσό, αντίκρισμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αντίκρισμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αντίθετο στα πορτογαλικά - oposto, em frente, contrário, frente, oposta
  • αντίθετος στα πορτογαλικά - contrário, oposto, oposição, opõe, opôs
  • αντίκρουση στα πορτογαλικά - refutação, réplica, contestação, contraprova, rebuttal
  • αντίκτυπο στα πορτογαλικά - impacto, de impacto, impactos, impacte, do impacto
Τυχαίες λέξεις
Αντίκρισμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: segurança, afiançar, seguro, crescimento, garantir, garantia, que vale a pena, pena, de valor, vale a pena, interessante