Défice στα ελληνικά

Μετάφραση: défice, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήττα, απώλεια, χάσιμο, χαμός, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
Défice στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • décima στα ελληνικά - δέκατος, δέκατο, δέκατη, δέκατης, δέκατου
  • décimo στα ελληνικά - δέκατος, δέκατο, δέκατη, δέκατης, δέκατου
  • déspota στα ελληνικά - δεσπότης, δεσπότη, δυνάστης, ο Δεσπότης, δυνάστη
  • dígito στα ελληνικά - αξιοπρέπεια, ψηφίο, Πενταψήφιο, ψηφίων, ψήφιο, ψηφία
Τυχαίες λέξεις
Défice στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήττα, απώλεια, χάσιμο, χαμός, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του