Απώλεια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απώλεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
défice, perdas, abismar-se, perda, perda de, a perda, prejuízo
Απώλεια στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απώλεια

απώλεια ταυτότητας, απώλεια βιβλιαρίου ικα, απώλεια όσφρησης και γεύσης, απώλεια λίπους, απώλεια καρτών eurobank, απώλεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απώλεια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απόχρωση στα πορτογαλικά - matiz, tonalidade, tom, coloração, cor
  • απύθμενος στα πορτογαλικά - sem fundo, insondável, fundo, bottomless, sem fim
  • απών στα πορτογαλικά - ausente, ausentes, ausência, ausência de, inexistente
  • απώτατος στα πορτογαλικά - o mais distante, mais distante, mais afastado, mais longe, distante
Τυχαίες λέξεις
Απώλεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: défice, perdas, abismar-se, perda, perda de, a perda, prejuízo