Dependência στα ελληνικά
Μετάφραση: dependência, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάρτηση, dependence
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- depender στα ελληνικά - εξάρτηση, εξαρτώμαι, εξαρτώνται, εξαρτάται, εξαρτηθεί, εξαρτάται από, εξαρτώνται από
- dependurar στα ελληνικά - απαγχονίζω, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
- depilar στα ελληνικά - μειώνω, εξαντλώ, αποτριχώνω
- deplorar στα ελληνικά - μετανιώνω, ελεεινολογώ, λυπάμαι, λύπη, καταδικάζω, αποδοκιμάζουμε, εκφράζουμε τη λύπη, ...
Τυχαίες λέξεις
Dependência στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάρτηση, dependence
Μεταφράσεις: εξάρτηση, dependence