Diariamente στα ελληνικά

Μετάφραση: diariamente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
Diariamente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diamante στα ελληνικά - διαμάντι, διαμαντιών, διαμάντια, με διαμάντια, διαμαντιού
  • diante στα ελληνικά - τύπος, τιμή, προηγούμενα, άλλοτε, κατά, έναντι, κατά της, ...
  • dicionário στα ελληνικά - λεξιλόγιο, πεθάνω, λεξικό, αποθνήσκω, τεζάρω, λεξικού
  • dicionários στα ελληνικά - λεξικό, λεξικά, λεξικών, τα λεξικά
Τυχαίες λέξεις
Diariamente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες