Dinheiro στα ελληνικά
Μετάφραση: dinheiro, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαργυρώνω, χρήματα, μετρητά, λεφτά, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dinamarquês στα ελληνικά - κίνδυνος, Δανός, δανικός, δανική, της Δανίας, δανικής
- dinamite στα ελληνικά - δυναμίτης, δυναμίτιδα, δυναμίτη, δυναμίτιδας, δυναμίτες
- diploma στα ελληνικά - δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που
- diplomata στα ελληνικά - καθοδηγώ, διπλωμάτης, σκηνοθετώ, διπλωμάτη, διπλωμάτης των
Τυχαίες λέξεις
Dinheiro στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαργυρώνω, χρήματα, μετρητά, λεφτά, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος
Μεταφράσεις: εξαργυρώνω, χρήματα, μετρητά, λεφτά, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος