Distintivo στα ελληνικά

Μετάφραση: distintivo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κονκάρδα, ξεχωριστός, διακριτικός, διακριτικό, διακριτικού, διακριτικά, χαρακτηριστική
Distintivo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • distar στα ελληνικά - υπαγορεύω, είναι, να είναι, να, ήταν
  • distinguir στα ελληνικά - διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση
  • distinto στα ελληνικά - ξεκάθαρα, διαυγής, ελευθερώνω, εναργής, έκδηλος, καθαρά, δίχτυ, ...
  • distinção στα ελληνικά - ξεχωριστός, διάκριση, διάκρισης, διαχωρισμός, διαφορά, διαχωρισμό
Τυχαίες λέξεις
Distintivo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κονκάρδα, ξεχωριστός, διακριτικός, διακριτικό, διακριτικού, διακριτικά, χαρακτηριστική