Διανέμω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διανέμω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lambuzar, partir, ungir, acabrunhar, afligir, distribuir, distribua, distribuí, distribuem, distribui
Διανέμω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διανέμω

διανέμω κλίση, διανέμω αγγλικα, θα διανέμω, διανέμω αόριστοσ, διανέμω συνώνυμα, διανέμω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διανέμω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαμετρώ στα πορτογαλικά - calibrar, diametralmente, diametricamente
  • διαμορφώνω στα πορτογαλικά - plasmar, forma, maneira, rasa, fascinante, modelar, costume, ...
  • διανοητικά στα πορτογαλικά - mentalmente, mental, mentais
  • διανοητικός στα πορτογαλικά - intelectual, inteligente, integrar, mental, mentais
Τυχαίες λέξεις
Διανέμω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: lambuzar, partir, ungir, acabrunhar, afligir, distribuir, distribua, distribuí, distribuem, distribui