Dosagens στα ελληνικά

Μετάφραση: dosagens, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοσολογία, δόσεις, δοσολογίες, δόσεων, δοσολογιών
Dosagens στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dormir στα ελληνικά - κοιμάμαι, ύπνος, τσίμπλα, μανίκι, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, ...
  • dorso στα ελληνικά - πλάτη, υποστηρίζω, ενισχύω, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, back
  • dose στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
  • dotar στα ελληνικά - υπομένω, προικίζω, αντέχω, προικίσει, προικίσουν, προσδίδουν, αποκτήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Dosagens στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοσολογία, δόσεις, δοσολογίες, δόσεων, δοσολογιών