Δοσολογία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δοσολογία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dosagens, dose, dosagem, de dosagem, dosagem de, posologia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοσολογία
δοσολογία soldesanil, δοσολογία aerius, δοσολογία augmentin, δοσολογία αρωμάτων atmos lab, δοσολογία sinecod, δοσολογία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δοσολογία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δορυφόρος στα πορτογαλικά - inglês, satélite, satélites, por satélite, via satélite, de satélite
- δοσοληψία στα πορτογαλικά - traficar, tráfego, tradicional, circulação, transação, transacção, transações, ...
- δουκάτο στα πορτογαλικά - ducado, duchy
- δουλεία στα πορτογαλικά - escravatura, escravidão, servidão, cativeiro, bondage, sujeição
Τυχαίες λέξεις
Δοσολογία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dosagens, dose, dosagem, de dosagem, dosagem de, posologia
Μεταφράσεις: dosagens, dose, dosagem, de dosagem, dosagem de, posologia