Electrizar στα ελληνικά

Μετάφραση: electrizar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωμός, λαιμός, ηλεκτρίζω, συγκίνηση, ηλεκτροδοτώ, εξηλεκτρίζω, ηλεκτροκινηθούν, ηλεκτρίσει, ηλεκτρίσουν
Electrizar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • electricidade στα ελληνικά - ηλεκτροδοτώ, ηλεκτρίζω, ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρικής, ηλεκτρισμού, ηλεκτρική ενέργεια
  • electrificar στα ελληνικά - ηλεκτρίζω, ηλεκτροδοτώ, εξηλεκτρίζω, ηλεκτροκινηθούν, Electrify, Electrify το
  • electrónico στα ελληνικά - ηλεκτρονικός, ε, e, ηλεκτρονικού, ηλεκτρονικό, του ηλεκτρονικού
  • elefante στα ελληνικά - ελέφαντας, ασανσέρ, ελέφαντα, ελεφάντων, ελέφαντες, του ελέφαντα
Τυχαίες λέξεις
Electrizar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωμός, λαιμός, ηλεκτρίζω, συγκίνηση, ηλεκτροδοτώ, εξηλεκτρίζω, ηλεκτροκινηθούν, ηλεκτρίσει, ηλεκτρίσουν