Elevador στα ελληνικά
Μετάφραση: elevador, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτίζω, έντεκα, φωτερός, ανάβω, ασανσέρ, ξανθός, υψώνω, σηκώνω, ανελκυστήρας, ανελκυστήρα, του ανελκυστήρα, ανελκυστήρων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eles στα ελληνικά - αυτές, πυκνός, αυτούς, θέμα, αυτά, αυτοί, που, ...
- elevado στα ελληνικά - μεγαλειώδης, περήφανος, ψηλός, υπερόπτης, μεγαλοπρεπής, καμαρωτός, υψηλός, ...
- elevar στα ελληνικά - σηκώνω, αγρόκτημα, πισινός, υψώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, προσκομίζω, ...
- elfo στα ελληνικά - ξωτικό, Elf, η Elf, το ξωτικό, την Elf
Τυχαίες λέξεις
Elevador στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτίζω, έντεκα, φωτερός, ανάβω, ασανσέρ, ξανθός, υψώνω, σηκώνω, ανελκυστήρας, ανελκυστήρα, του ανελκυστήρα, ανελκυστήρων
Μεταφράσεις: φωτίζω, έντεκα, φωτερός, ανάβω, ασανσέρ, ξανθός, υψώνω, σηκώνω, ανελκυστήρας, ανελκυστήρα, του ανελκυστήρα, ανελκυστήρων