Esposa στα ελληνικά
Μετάφραση: esposa, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύζυγος, άγριος, γυναίκα, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα
Μεταφράσεις
- espontâneo στα ελληνικά - αυθόρμητος, αυθόρμητη, αυθόρμητες, αυτόματη, αυθόρμητης
- esporádico στα ελληνικά - σποραδικός, σποραδικές, σποραδική, σποραδικά, σποραδικής
- esposo στα ελληνικά - έλυτρο, σύζυγος, κέλυφος, ψεκάζω, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ...
- espreitar στα ελληνικά - παρατηρώ, τηρώ, κρυφοκοίταγμα, ματιά, peek, κρυφοκοιτάζει, ματιά στο
Τυχαίες λέξεις
Esposa στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύζυγος, άγριος, γυναίκα, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα
Μεταφράσεις: σύζυγος, άγριος, γυναίκα, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα