Σύζυγος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σύζυγος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esposo, lugar, largura, machucar, cônjuge, esposa, manchar, mulher, marido, ponto, o marido, homem
Σύζυγος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύζυγος

σύζυγος κατά λάθος, σύζυγος βασίλη τσιβιλίκα, σύζυγος σταύρου θεοδωράκη, σύζυγος πατούλη, σύζυγος του ρομπέρτο, σύζυγος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σύζυγος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σύγχρονος στα πορτογαλικά - moderado, moderar, moderno, hodierno, moderna, modernos, modernas
  • σύγχυση στα πορτογαλικά - confusão, a confusão, confusões
  • σύκα στα πορτογαλικά - figo, figura, figos, Figs, os figos, As Figs
  • σύλληψη στα πορτογαλικά - captura, prisão, invenção, prender, deter, prendê, detenção
Τυχαίες λέξεις
Σύζυγος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: esposo, lugar, largura, machucar, cônjuge, esposa, manchar, mulher, marido, ponto, o marido, homem