Estabeleça στα ελληνικά
Μετάφραση: estabeleça, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδρύω, διαπιστώνω, επιβάλλω, καθιερώνω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- estabelecer-se στα ελληνικά - περιβάλλον, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- estabelecimento στα ελληνικά - ίδρυμα, επτά, οικισμός, ίδρυση, περιουσία, θεσμός, εγκατάσταση, ...
- estabilizar στα ελληνικά - σταθερός, στάβλος, σταθεροποιώ, σταθεροποίηση, σταθεροποιηθεί, σταθεροποίηση των, σταθεροποιήσει, ...
- estaca στα ελληνικά - παλούκι, ραβδί, πόστο, μπαγιάτικος, βέργα, ταχυδρομώ, δοκάρι, ...
Τυχαίες λέξεις
Estabeleça στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδρύω, διαπιστώνω, επιβάλλω, καθιερώνω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Μεταφράσεις: ιδρύω, διαπιστώνω, επιβάλλω, καθιερώνω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει