Ιδρύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ιδρύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estabelecer, essencial, domiciliar, encontrado, fundar, sujo, estabeleça, instalar, erigir, ereto, erguer, ereta, eretas
Ιδρύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδρύω

ιδρύω αρχαια κλιση, ιδρύω αρχαια παρακειμενος, ιδρύω συνωνυμα, ιδρύω αρχαια, ιδρύω παρακείμενος, ιδρύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ιδρύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ιδού στα πορτογαλικά - olhar, ver, lo, eis, de lo, eis que
  • ιδρυτής στα πορτογαλικά - fundador, fundadora, founder, o fundador, fundador da
  • ιερέας στα πορτογαλικά - ministro, mineração, capelão, capelão do, capelão da, o capelão, capelã
  • ιεραπόστολος στα πορτογαλικά - missão, missionário, missionária, missionários
Τυχαίες λέξεις
Ιδρύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: estabelecer, essencial, domiciliar, encontrado, fundar, sujo, estabeleça, instalar, erigir, ereto, erguer, ereta, eretas