Grosso στα ελληνικά
Μετάφραση: grosso, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χοντρός, χόνδρος, λίπος, πυκνός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- groselha στα ελληνικά - κουτσομπολεύω, κουτσομπολιό, κουτσομπόλης, φραγκοστάφυλλο, φραγκοστάφυλο, φραγκοστάφυλου, ριβήσιο, ...
- grosseiro στα ελληνικά - χονδροειδής, αγροίκος, σκληρός, τραχύς, ωμός, ακατέργαστος, πρόχειρος, ...
- grou στα ελληνικά - γερανός, Grou
- grua στα ελληνικά - γερανός, γερανού, γερανό, γερανών, του γερανού
Τυχαίες λέξεις
Grosso στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χοντρός, χόνδρος, λίπος, πυκνός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
Μεταφράσεις: χοντρός, χόνδρος, λίπος, πυκνός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό