Ingerência στα ελληνικά
Μετάφραση: ingerência, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρεμβολή, μεσολάβηση, διαπλοκή, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής
Μεταφράσεις
- infringir στα ελληνικά - παραβιάζω, παραβαίνω, εξαγριώνω, παραβιάζουν, παραβιάζει, παραβαίνουν, παράβαση του, ...
- infância στα ελληνικά - πιτσιρίκος, νεαρός, ασήμαντος, μικρός, υπεξούσιος, ελάσσων, κατσικάκι, ...
- inglês στα ελληνικά - δορυφόρος, Αγγλικά, english, αγγλική, στην ελληνική, αγγλικό
- ingressar στα ελληνικά - εισέρχομαι, μπαίνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Τυχαίες λέξεις
Ingerência στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρεμβολή, μεσολάβηση, διαπλοκή, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής
Μεταφράσεις: παρεμβολή, μεσολάβηση, διαπλοκή, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής