Διαπλοκή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ingerência, entrelaçamento, entrelaçado, entrecruzamento, entrelaçar, interweaving
Διαπλοκή στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπλοκή

διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαπλοκή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαπιστώνω στα πορτογαλικά - essencial, instalar, estabelecer, domiciliar, estabeleça, verificar, fundar, ...
  • διαπληκτίζομαι στα πορτογαλικά - porfiar, arguir, argumentar, contender, disputa, altercar, discuta, ...
  • διαπράττω στα πορτογαλικά - licenciar, perpetrar, licença, cometer, empenhar, comprometer, commit, ...
  • διαπρέπω στα πορτογαλικά - preeminente, proeminente, mais proeminente, preeminent, proeminentes
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ingerência, entrelaçamento, entrelaçado, entrecruzamento, entrelaçar, interweaving