Insistir στα ελληνικά
Μετάφραση: insistir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αϋπνία, επιμένω, επιμένουν, επιμείνει, επιμείνουμε, επιμένουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- insinuação στα ελληνικά - πνίγω, συντρίβω, υπαινιγμός, υπαινιγμό, υπονοούμενο, υπαινιγμού, τον υπαινιγμό
- insinue στα ελληνικά - χώνομαι, υπαινίσσομαι, επιμένω, συνεπάγονται, συνεπάγεται, υποδηλώνουν, σημαίνει, ...
- insolação στα ελληνικά - ηλιακής ακτινοβολίας, ηλιοφάνεια, ηλιακή ακτινοβολία, ηλιασμό, προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας
- inspeccionar στα ελληνικά - ανασκόπηση, μελέτη, καρέ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, εξετάζω, έρευνα, ...
Τυχαίες λέξεις
Insistir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αϋπνία, επιμένω, επιμένουν, επιμείνει, επιμείνουμε, επιμένουμε
Μεταφράσεις: αϋπνία, επιμένω, επιμένουν, επιμείνει, επιμείνουμε, επιμένουμε