Interceptar στα ελληνικά
Μετάφραση: interceptar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κωλυσιεργώ, τέμνω, παρακωλύω, ανακόπτω, εναλλαγή, τομής, σημείο τομής, τομή, αναχαίτισης, τεταγμένης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- interceda στα ελληνικά - ανακόπτω, τέμνω, μεσολαβώ, παρέμβει, μεσολαβήσει, να παρέμβει, παρεμβει
- interceder στα ελληνικά - ανακόπτω, τέμνω, μεσολαβώ, παρέμβει, μεσολαβήσει, να παρέμβει, παρεμβει
- intercâmbio στα ελληνικά - εναλλαγή, ενδιαφέρον, τόκος, επιτόκιο, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Interceptar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κωλυσιεργώ, τέμνω, παρακωλύω, ανακόπτω, εναλλαγή, τομής, σημείο τομής, τομή, αναχαίτισης, τεταγμένης
Μεταφράσεις: κωλυσιεργώ, τέμνω, παρακωλύω, ανακόπτω, εναλλαγή, τομής, σημείο τομής, τομή, αναχαίτισης, τεταγμένης