Lentamente στα ελληνικά
Μετάφραση: lentamente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αργά, γυμνοσάλιαγκας, σιγά-, σιγά, σφαίρα, βραδέως, αργή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lenha στα ελληνικά - δάσος, ξύλο, καυσόξυλα, καυσόξυλων, ξύλα, τα καυσόξυλα, καυσόξυλο
- lenho στα ελληνικά - ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο, ξυλεία
- lente στα ελληνικά - φακός, φακού, φακό, φακών, του φακού
- lentilha στα ελληνικά - λεοπάρδαλη, φακή, φακής, φακές, lentil, τις φακές
Τυχαίες λέξεις
Lentamente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αργά, γυμνοσάλιαγκας, σιγά-, σιγά, σφαίρα, βραδέως, αργή
Μεταφράσεις: αργά, γυμνοσάλιαγκας, σιγά-, σιγά, σφαίρα, βραδέως, αργή