Linho στα ελληνικά

Μετάφραση: linho, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λινός, κλινοσκεπάσματα, γλωσσολόγος, γλωσσομαθής, λινό, σεντόνια, λευκά είδη, λινά, σεντονιών
Linho στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • linha στα ελληνικά - κλωστή, πίστα, μίτος, κατατάσσω, απειλή, σειρά, πλατφόρμα, ...
  • linhas στα ελληνικά - παρατάσσω, επενδύω, γραμμή, ρυτίδα, γραμμές, γραμμών, σειρές, ...
  • liquidar στα ελληνικά - αποκλείω, εξαλείφω, εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, ...
  • lisboa στα ελληνικά - ψεύδισμα, ψευδίζω, τραυλισμός, Λισαβόνα, Λισαβόνας, Λισσαβώνας, της Λισαβόνας, ...
Τυχαίες λέξεις
Linho στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λινός, κλινοσκεπάσματα, γλωσσολόγος, γλωσσομαθής, λινό, σεντόνια, λευκά είδη, λινά, σεντονιών