Κλινοσκεπάσματα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κλινοσκεπάσματα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alinhar, linho, cama, roupas de cama, roupa de cama, da cama, roupas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλινοσκεπάσματα
κλινοσκεπάσματα λεξικο, περίεργα κλινοσκεπάσματα, αντιαλλεργικά κλινοσκεπάσματα, κλινοσκεπάσματα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κλινοσκεπάσματα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κλινική στα πορτογαλικά - clínica, clínica de, ambulatório, clínico, clínicas
- κλινικός στα πορτογαλικά - clínico, clínica, clínicos, clínicas
- κλονισμός στα πορτογαλικά - zombar, empurrão, sacudindo, tremer, agitando, agitação, tremendo
- κλοπή στα πορτογαλικά - teatro, furto, roubo, roubo de, o roubo, roubos
Τυχαίες λέξεις
Κλινοσκεπάσματα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alinhar, linho, cama, roupas de cama, roupa de cama, da cama, roupas
Μεταφράσεις: alinhar, linho, cama, roupas de cama, roupa de cama, da cama, roupas