Maciço στα ελληνικά

Μετάφραση: maciço, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάρτι, ογκώδης, ιστός, τεράστιος, μαζική, τεράστια, μαζικές, τεράστιο
Maciço στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • machucar στα ελληνικά - τραυματίζω, σύζυγος, πληγώνω, χτυπώ, πονώ, βλάβη, πλήγμα, ...
  • macio στα ελληνικά - μαλακώνω, μαλακός, μαλακό, μαλακή, μαλακά, μαλακών
  • maconha στα ελληνικά - μαριχουάνα, μαριχουάνας, τη μαριχουάνα, η μαριχουάνα, της μαριχουάνας
  • macrocosmos στα ελληνικά - μακρόκοσμος, μακρόκοσμο, μακρόκοσμου, του μακρόκοσμου
Τυχαίες λέξεις
Maciço στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάρτι, ογκώδης, ιστός, τεράστιος, μαζική, τεράστια, μαζικές, τεράστιο